ΓΝΩΜΗ

"ΩΣ ΑΕΙ ΤΟΝ ΟΜΟΙΟΝ ΑΓΕΙ ΘΕΟΣ ΩΣ ΤΟΝ ΟΜΟΙΟΝ"
Όμηρος, Οδύσσεια
Όπως πάντοτε τον όμοιον οδηγεί ο Θεός ως τον όμοιον
(Απόδοση Νότα Κυμοθόη)


Πέμπτη 24 Μαρτίου 2011

Η ΝΟΤΑ ΚΥΜΟΘΟΗ ΖΩΓΡΑΦΙΖΕΙ ΠΟΙΗΣΗ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ ΒΑΛΑΩΡΙΤΗ

111.by N.Kimothoi
φωτ. από Νότα Κυμοθόη (αρχείο)

Η ΝΟΤΑ ΚΥΜΟΘΟΗ ΖΩΓΡΑΦΙΖΕΙ 
ΠΟΙΗΣΗ
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ ΒΑΛΑΩΡΙΤΗ

Έργο ζωγραφικής της Νότας Κυμοθόη, 1991
ελαιογραφία σε μουσαμά 60Χ80
ανήκει σε συλλέκτη
(εμπνευσμένο από το βράχο και το κύμα, ποίηση Α. Βαλαωρίτη)
Είναι ένας από τους αγαπημένους μου ποιητές, οπού σαν παιδί στις εθνικές εορτές, είχα ν΄ απαγγείλω ποιήματά του. Ευγνωμονώ τους καλούς δασκάλους και δασκάλες του Δημοτικού Σχολείου στο οποίο φοιτούσα, οπού μου έδωσαν να μάθω απέξω ποιήματα, για τις αξέχαστες εκείνες σχολικές γιορτές. Έτσι λοιπόν, δεν ξεχνώ πως στις 25 Μάρτη, το καμάρι που είχα να είμαι η καλύτερη στην απαγγελία, κι έβαζα όλα τα δυνατά μου...
Πως να ξεχάσει η σκέψη μου αλλά και όλο μου το είναι, εκείνα τα έντονα συναισθήματα; Σα μεγάλωσα, τα πέρασα μέσα στη ζωγραφική μου...

                                                ΓΙΑ ΤΗΝ ΔΙΠΛΗ ΕΘΝΙΚΗ 
                                                ΕΟΡΤΗ  
                                         25 ΜΑΡΤΗ 2011

"Ο ΒΡΑΧΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΚΥΜΑ"
ΠΟΙΗΣΗ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ ΒΑΛΑΩΡΙΤΗ
ανάρτηση από Νότα Κυμοθόη 2011

Αφιέρωμα στους Έλληνες κι Ελληνίδες

όπου γης


"Μέριασε, βράχε να διαβώ"! το κύμ' ανδρειωμένο
λέγει στην πέτρα του γιαλού θολό, μελανιασμένο.
"Μέριασε, μες στα στήθη μου, πούσαν νεκρά και κρύα,
μαύρος βορειάς εφώλιασε και μαύρη τρικυμία.
Αφρούς δεν έχω γι' άρματα κούφια βοή γι' αντάρα
έχω ποτάμι αίματα και θέριεψε η κατάρα
του κόσμου που βαρέθηκε του κόσμου πούπε τώρα
βράχε, θα πέσεις έφτασεν η φοβερή σου ώρα!
Όταν ερχόμουνα σιγά, δειλό, παραδερμένο
και σώγλυφα και σώπλενα τα πόδια δουλωμένο
περήφανα μ' εκοίταζες και φώναζες του κόσμου
να ιδεί την καταφρόνεση που πάθαινε ο αφρός μου.
Κι αντίς εγώ κρυφά κρυφά εκεί που σ' εφυλούσα
μέρα και νύχτα σ' έσκαφτα τη σάρκα σου εδαγκούσα
και την πληγή που σάνοιγα το λάκκο πούθε κάμω
με φύκη τον επλάκωνα τον έκρυβα στην άμμο.
Σκύψε να ιδείς τη ρίζα σου στης θάλασσας τα βύθη
τα θέμελά σου τάφαγα σ΄εκαμα κουφολίθι.
Μέριασε βράχε να διαβώ! Του δούλου το ποδάρι 
θα σε πατήσει στο λαιμό...Εξύπνησα λιοντάρι"...


Ο βράχος εκοιμώτουνε.
Στην καταχνιά κρυμμένος
αναίσθητος σου φαίνεται, νεκρός, σαβανωμένος.
Του φώτιζαν το μέτωπο, σχισμένο από ρυτίδες
του φεγγαριού πούταν χλωμό μισόσβυστες αχτίδαις.
Ολόγυρά του ονείρατα κατάραις ανεμίζουν
και στον ανεμοστρόβιλο φαντάσματα αρμενίζουν
καθώς ανεμοδέρνουνε και φτεροθορυβούνε
τη δυσωδία του νεκρού τα όρνια αν αμυριστούνε.


Το μούγκρισμα του κύματος, την άσπλαχνη φοβέρα
χίλιαις φοραίς την άκουσεν ο βράχος στον αιθέρα
ν΄αντιβοά τρομαχτικά χωρίς καν να ξυπνήσει
και σήμερ' ανατρίχιασε, λες θα λιγοψυχήσει.
"Κύμα, τι θέλεις από με και τι με φοβερίζεις;
Ποιος είσαι συ κ' ετόλμησες, αντί να με δροσίζεις
αντί με το τραγούδι σου τον ύπνο μου να ευφραίνεις
και με τα κρύα σου νερά τη φτέρνα μου να πλένεις
εμπρός μου στέκεις φοβερό, μ' αφρούς στεφανωμένο;
Όποιος κι αν είσαι μάθε το, εύκολα δεν πεθαίνω".


"Βράχε, με λένε Εκδίκηση. Μ' επότισεν ο χρόνος
χολή και καταφρόνεση. Μ' ανάθρεψεν ο πόνος.
Ήμουνα δάκρυ μια φορά και τώρα κοίταξέ με
έγινα θάλασσα πλατειά πέσε προσκύνησέ με.
Εδώ μέσα στα σπλάχνα μου, βλέπεις, δεν έχω φύκη.
Σέρνω ένα σύγνεφο ψυχαίς, ερμιά και καταδίκη.
Ξύπνησε τώρα, σε ζητούν του άδη μου τ' αχνάρια...
Σε ξένους μ' έριξες γιαλούς...Το ψυχομάχημά μου
το περιγέλασαν πολλοί και τα πατήματά μου
τα φαρμακέψανε κρυφά με την ελεημοσύνη.
Μέριασε, βράχε, να διαβώ, επέρασε η γαλήνη
καταποτήρας είμ' εγώ, ο άσπονδος εχθρός σου
                     Γίγαντας στέκω εμπρός σου!"


Ο βράχος εβουβάθηκε. Το κύμα στην ορμή του
εκαταπόντισε με μιας το κούφιο το κορμί του.
Χάνεται μες την άβυσσο, τρίβεται, σβυέται,
λυώνει σα νάταν από χιόνι.
Επάνωθέ του εβόγγιζε για λίγο αγριωμένη
η θάλασσα κ' εκλείστηκε.
Τώρα δεν απομένει 
στον τόπο πούταν το στοιχειό παρά το κύμα
που παίζει γαλανόλευκο επάνω από το μνήμα.


Ο Αριστοτέλης Βαλαωρίτης είναι ο πιο σπουδαίος
διαμορφωτής της ποιητικής γλώσσας. 
Χαρακτηρίζεται νεώτερος Έλληνας Ποιητής,
 αλλά και ακραιφνής πατριώτης.
 Υπήρξε αρματωλός και μια μεγάλη
μορφή στα νεοελληνικά γράμαμτα κι έδωσε
νέα πνοή στη δημοτική ποίηση.
Γεννήθηκε στη Λευκάδα το 1824. 
Πατέρας του ήταν ο Ιωάννης Βαλαωρίτης
( ψευδώνυμο, λόγω καταγωγής του από τη Βαλαώρα)
έμπορος και ναυτικός, που χρημάτισε βουλευτής
στην Ιονιο Βουλή.
 Μητέρα του ήταν η Αναστασία
το γένος Τυπάλδου Φορέστη.
 Οι πρόγονοί του από τη μεριά του πατέρα του
 κατάγονταν από τη Βαλαώρα,
ένα μικρό χωριό κοντά στον Αχελώο ποταμό. 
Ρουμελιώτης με όλα τα νάματα των αρετών.
Επειδή καταδιώχτηκαν από τους Τούρκους
είχαν εγκατασταθεί για ασφάλεια στη Λευκάδα
κι άλλαξαν το επίθετό τους.

Τελείωσε την Ιόνιο Ακαδημία της Κέρκυρας
και ταξίδεψε Ιταλία, Γαλλία, Αγγλία. Πρώτο του
δημοσίευμα είναι τα "Στιχουργήματα" το 1847.
Το 1851 παντρεύεται την κόρη του Αιμίλιου
Τυπάλδου κι επιστρέφει στη Λευκάδα. Το 1857
εκλέγεται βουλευτής της Ιονίου Βουλής με τους
Ριζοσπάστες και δημοσιεύει τα "Μνημόσυνα".
Εμψυχώνει συνεχώς τον ενωτικό αγώνα των
Ιονίων. Δημοσιεύει αργότερα την "Κυρά Φροσύνη"
και το "Σήμαντρον". Το 1862 εκλέγεται μέλος
της Επιτροπής που παρουσιάζει στον Άγγλο
Αρμοστή το ψήφισμα υπέρ της Ενώσεως.
Διαβάζει μπροστά στον θυμωμένο Άγγλο
αυτό το "κατηγορητήριο" ενάντια στη 
Βρεττανική προστασία. Είναι ακόμα 
βουλευτής και μετά την Ένωση των Επτανήσων
με την Ελλάδα εκλέγεται πρώτος πληρεξούσιος
στην Εθνοσυνέλευση των Αθηνών. Το 1869
εγκατέλειψε την πολιτική.

Επιβλητικός άνθρωπος, λεβέντης και όμορφος.
Έντονη προσωπικότητα. Σωματώδης, αθλητικός
και γεροδεμένος με παρομιώδη μυϊκή δύναμη.
Καυγατζής κι επαναστατικός χαρακτήρας με
γνήσια ελληνική ψυχή που ποτέ δεν δέχτηκε
ξένη επίδραση. Είναι ένα σπάνιο παράδειγμα
για τα νεοελληνικά γράμματα. Κοιμήθηκε
το 1879.


                                           "Αρμενίζοντας":Ελαιογραφία Νότα Κυμοθόη, 2000
                            'Εργο ζωγραφικής της Νότας Κυμοθόη, σε μουσαμά (60Χ80)
                                                               Ανήκει σε συλλέκτη
                                                               

© Nότα Κυμοθόη