ΓΝΩΜΗ

"ΩΣ ΑΕΙ ΤΟΝ ΟΜΟΙΟΝ ΑΓΕΙ ΘΕΟΣ ΩΣ ΤΟΝ ΟΜΟΙΟΝ"
Όμηρος, Οδύσσεια
Όπως πάντοτε τον όμοιον οδηγεί ο Θεός ως τον όμοιον
(Απόδοση Νότα Κυμοθόη)


Τετάρτη 8 Μαρτίου 2017

Νότα Κυμοθόη "Τελέσιλλα "

Νότα Κυμοθόη "Τελέσιλλα"

Σήμερα, παγκόσμια ημέρα της γυναίκας, θα αφιερώσω μια ανάρτηση, στην Ποιήτρια Τελέσιλλα, τη γυναίκα που νίκησε την σπαρτιατική φάλαγγα τον 5ο π.Χ. αιώνα!..

Κόρες της Μνημοσύνης

ελάτε εδώ απ΄τον ουρανό
και τραγουσήστε μαζί μου
τη μητέρα των θεών...





Τελέσιλλα η Αργεία λυρική Μούσα

  
Τελέσιλλα. Γκραβούρα από το βιβλίο του Ιωάννου Κ. Κοφινιώτου, «Ιστορία του Άργους από των Αρχαιοτάτων χρόνων μέχρις ημών » Εν Αθήναις, Τυπογραφείον ο «Παλαμήδης» 1892. Επανέκδοση, Εκδ. Εκ Προοιμίου 2008.
Η πόλη του Άργους, από τις πρώτες ελληνικές πόλεις που αναφέρονται στην ιστορία και τη μυθολογία, χτισμένη από το 2.600 π.χ. στην ίδια θέση που επιβιώνει και σήμερα, είναι γνωστή  για το πολύπλευρο ιστορικό ρόλο  που διαδραμάτισε στις 5 περίπου χιλιετίες της ζωής της.  Ελάχιστα όμως είναι γνωστά για την πολιτιστική ζωή και δραστηριότητα του Άργους, ιδιαίτερα στην αρχαιότητα. Φαίνεται πως η πνευματική παραγωγή των Αργείων δεν μπόρεσε να ανταγωνιστεί  αποτελεσματικά τα σημαντικά πνευματικά και πολιτικά κέντρα  με τα οποία γειτόνευε και μοιραία λειτουργούσε ανταγωνιστικά: Την Τίρυνθα και τις Μυκήνες στην αρχαϊκή εποχή, την Αθήνα, τη Σπάρτη και την Κόρινθο στην κλασική περίοδο, τα άλλα κέντρα που επιβλήθηκαν στον Ελλαδικό χώρο από την Ελληνιστική Εποχή και αργότερα.
Η γεωγραφική θέση του Άργους φαίνεται πως έπαιξε κι εδώ το ρόλο της. Αρκεί να αναλογιστεί κανείς ότι και στα νεώτερα χρόνια, παρά το σημαντικό ρόλο που έπαιξε το Άργος στην επανάσταση του 1821, δεν μπόρεσε να αναδειχθεί σε σημαντικό πολιτιστικό κέντρο, αλλά επισκιάστηκε από το Ναύπλιο, την Αθήνα και άλλα μικρότερα επαρχιακά κέντρα. Όλα αυτά δε σημαίνουν  βέβαια ότι η πόλη του Άργους έμεινε στο περιθώριο. Αντίθετα μάλιστα εξελίχτηκε σε σημαντικό εμποροβιοτεχνικό κέντρο από την αρχαιότητα ακόμα και δεν έλειψαν οι  σημαντικές προσωπικότητες από την πόλη.
Ενδεικτικά μπορεί να σημειώσει κανείς ότι ο Φείδων, ο σημαντικότερος αρχαίος βασιλιάς του Άργους, είναι αυτός που πρώτος έκοψε αργυρά νομίσματα στην Ελλάδα, τον 7ο π.Χ. αιώνα. Στους αρχαϊκούς και κλασικούς χρόνους το Άργος αναδείχτηκε σε κέντρο πλαστικής με τεράστια συμβολή στην τέχνη. Το αργειακό εργαστήρι είναι από τα σημαντικότερα της αρχαίας Ελλάδας κυρίως της χαλκοπλαστικής και Αργείοι ήταν οι μεγάλοι γλύπτες της αρχαιότητας Αγελάδας και Πολύκλειτος. Το Άργος διέθετε το αρχαίο του θέατρο, το μοναδικό λαξευμένο σε βράχο στις Ν.Α. πλαγιές της Λάρισας, αρχαίας ακρόπολης  του Άργους, θέατρο σύγχρονο αλλά μεγαλύτερο της Επιδαύρου (χωρούσε 20.000 θεατές) με εξαιρετική ακουστική κι αυτό. Αργείος ήταν και ο μουσικός Σακάδας.
Στον κατάλογο όμως των Αργείων πνευματικών ανθρώπων ανήκει και μια γυναίκα με εξαιρετική προσωπικότητα και σημαντική προσφορά στην πόλη της, η αρχαία λυρική ποιήτρια Τελέσιλλα. Θεωρείται μια ποιητική ευφυΐα που κέρδισε το θαυμασμό των συγχρόνων της, καταξιώθηκε ως λυρική ποιήτρια στην εποχή της, απέκτησε τεράστια φήμη και πανελλήνια εμβέλεια σε σημείο ώστε να τη συγκρίνουν με την ξακουστή Σαπφώ από τη Λέσβο και την Κόρρινα από την Κόρινθο, και να την τιμούν με το διακριτικό επίθετο «αγακλή» δηλαδή περίφημη, ξακουστή, δοξασμένη. Ο επιγραμματοποιός μάλιστα Αντίπατρος ο Θεσσαλονικεύς την κατατάσσει στις εννέα μεγάλες ποιήτριες της αρχαιότητας σ’ ένα επίγραμμά του αφιερωμένο σ’ αυτές: [1]
«Αυτές τις γυναίκες ανέδειξε ο Ελικώνας με θεϊκή λαλιά στους ύμνους και η Μακεδονική κορυφή του Ολύμπου: Την Πρήξιλλα, τη Μοιρώ, τη φωνή της Ανύτης, το θηλυκό Όμηρο, τη Σαπφώ, το στολίδι για τις ομορφομαλλούσες της Λέσβου, την Ήριννα, την Τελέσιλλα την ξακουστή, και σένα Κόρρινα, που τραγούδησες την πολεμική ασπίδα των Αθηναίων, τη Νοσσίδα τη γλυκομίλητη και τη γλυκολαλούσα Μύρτιν, όλες εργάτισσες ατέλειωτων σελίδων. Εννέα μούσες ο μέγας Ουρανός, εννέα επίσης και η Γη γέννησε, αστέρευτη χαρά για τους ανθρώπους».
Στο επίγραμμα λοιπόν μνημονεύονται με τ’ όνομά τους οι 9 πιο γνωστές ποιήτριες της αρχαίας Ελλάδας, ανάμεσά τους και η Αργείτισσα Τελέσιλλα, (Πρήξιλλα, Μοιρώ, Ανύτη, Σαπφώ, Ήριννα, Τελέσιλλα, Νοσσίς, Μυρτίς, Κόρρινα) που θεωρούνται μάλιστα ισότιμες και ισάξιες με τις εννέα μούσες του Ολύμπου (Κλειώ, Ευτέρπη, Θάλεια, Μελπομένη, Τερψιχόρη, Ερατώ, Πολύμνια, Ουρανία, Καλλιόπη). [2]
Τόσο σημαντική και ονομαστή ήταν στην αρχαιότητα η Αργεία λυρική ποιήτρια Τελέσιλλα, μα είναι σχεδόν άγνωστη σε μας, ακόμα και στους Αργείους. Η άγνοια αυτή οφείλεται ίσως στις συγκεχυμένες πληροφορίες που μας παρέδωσε η αρχαιότητα για τη ζωή της και στη μυθολογία που αναπτύχθηκε γύρω από το πρόσωπο της Τελέσιλλας.
Γνωρίζουμε ότι καταγόταν από επιφανή οικογένεια του Άργους, που ήταν φημισμένη για κάποιο ένδοξο παρελθόν της σύμφωνα με μαρτυρία του Πλούταρχου, [3] που υποστηρίζει ότι ήταν λεπτοκαμωμένη και φιλάσθενη στη νεανική της ηλικία. Η ασθενική της φύση φαίνεται πως την ανάγκαζε να ζει απομονωμένη και κλεισμένη στον εαυτό της, χωρίς συναναστροφές και κοινωνικότητα, ώσπου αποφάσισε να απευθυνθεί στο Μαντείο για να μάθει για την εξέλιξη της υγείας της.
Το «Μαντείο του Θεού» απάντησε στη μικρόσωμη και ασθενική Τελέσιλλα ότι θα βρει την υγεία και την επιτυχία της, εφόσον υπηρετεί τις Μούσες. Η μαντική προσταγή «τας Μούσας θεραπεύειν» σε συνδυασμό με το έμφυτο ποιητικό της ταλέντο και την έφεσή της για τη μουσική έκαναν την Τελέσιλλα να αφοσιωθεί με πάθος στην ποίηση και τη μουσική, να βρει νόημα στη ζωή της και να κατακτήσει την πνευματική ομορφιά. Επιβεβαιώνεται έτσι η παράδοση που θέλει να αποδίδει τα πνευματικά χαρίσματα σε άτομα που στερούνται το σωματικό κάλλος. [4] 
Πότε έγιναν αυτά, πότε έζησε δηλαδή η Τελέσιλλα δε γνωρίζουμε ακριβώς. Κανένας συγγραφέας, αρχαίος ή σύγχρονος, απ’ αυτούς που λίγο ή πολύ αναφέρουν και σχολιάζουν την ποιήτρια στα έργα τους, δε δίνει ακριβείς πληροφορίες για το χρόνο της γέννησής της και για την ηλικία της. Όλες οι πηγές, αρχαίες και νεώτερες, αναφέρουν την Τελέσιλλα ως πρωταγωνίστρια που έσωσε το Άργος, όταν ο Σπαρτιάτης Κλεομένης εξεστράτευσε εναντίον του Άργους. Η χρονολογία όμως αυτής της εκστρατείας του βασιλιά Κλεομένη και της μάχης που επακολούθησε ανάμεσα στη Σπάρτη και το Άργος δεν είναι απόλυτα εξακριβωμένη. Τοποθετείται στο 519, στο 509 ή στο 494 π.Χ. Η τελευταία αυτή χρονολογία φαίνεται  η πιθανότερη.[5]
Ο συσχετισμός της Τελέσιλλας μ’ αυτά τα γεγονότα οδηγεί τις περισσότερες πηγές να αναφέρουν δίπλα στο όνομά της τη χρονολογία 510 π.Χ. χωρίς να διευκρινίζουν αν αυτή αναφέρεται στη γέννηση της ποιήτριας ή στη μάχη των γυναικών του Άργους και των Σπαρτιατών. Αν υποθέσουμε ότι η Τελέσιλλα γεννήθηκε στα 510 π.Χ. θα πρέπει να ήταν 16 χρονών, όταν το 494 π.Χ. έγινε η επίθεση των Σπαρτιατών εναντίον του Άργους.[6]
Τέτοια όμως υπόθεση αποκλείεται, γιατί θα ήταν δύσκολο να δεχθούμε ότι η Τελέσιλλα σε τόσο μικρή ηλικία  είχε τη δύναμη να ξεσηκώσει τις συμπατριώτισσές της και να πολεμήσουν τους Σπαρτιάτες. Λογικότερο φαίνεται να τοποθετήσουμε τη γέννησή της ανάμεσα στο 520 – 515 π.Χ.,[7] οπότε στα γεγονότα του 494 π.Χ. θα είχε ηλικία τουλάχιστον 20 – 25 χρόνων και συνεπώς την ψυχική και πνευματική ωριμότητα να υπερασπιστεί την πατρίδα της που κινδύνευε.
Σύγχρονη λοιπόν του Πίνδαρου και της Κόρρινας η Τελέσιλλα, δεν έχουμε περισσότερες πληροφορίες για τη ζωή της. Από την Ελληνική Ανθολογία[8] μαθαίνουμε ότι είχε σύζυγο τον Ευξενίδα, ο οποίος μετά το θάνατό της  ίδρυσε μνημείο προς τιμήν της με το εξής επίγραμμα:
« Μνημείο, γλυκιά Τελέσιλλα, έστησε εδώ
Ο Ευξενίδας για τη γυναίκα που παντρεύτηκε,
γιατί πάντα ήταν γεμάτη πίστη, εύνοια, αρετή
και αγάπη. Ας μένει και για τους μεταγενέστερους
η φήμη σου αξέχαστη για πάντα».

Ιδανική σύζυγος λοιπόν η Τελέσιλλα, αλλά και μεγάλη ποιήτρια αναγνωρισμένη πανελλήνια και καύχημα για το Άργος, δεν υστερούσε σε φιλοπατρία και ηρωισμό, αρετές που την οδήγησαν στο λαμπρό κατόρθωμα να σώσει το Άργος, την πόλη της, από την επιβουλή των στρατιωτών του Κλεομένη. Αξίζει να παρακολουθήσουμε αυτή τη δραστηριότητα της Τελέσιλλας, που παραδίδεται απ’ όλες τις αρχαίες πηγές με διάφορες παραλλαγές, χωρίς όμως κανείς να αμφισβητεί την ιστορική αλήθεια των γεγονότων.
Η Σπάρτη μετά τη νίκη στο Β’ Μεσσηνιακό πόλεμο (669-657) είχε την άνεση και την επιθυμία να διεκδικήσει την ηγεμονία σ’ ολόκληρη την Πελοπόννησο. Στην προσπάθειά της αυτή εμπόδιο στεκόταν το Άργος. Οι δυο πόλεις ποτέ στην αρχαιότητα δεν είχαν καλές σχέσεις, λειτουργούσαν ανταγωνιστικά και πάντοτε είχαν διαφορές σε επίμαχα ζητήματα.[9] Για να κατακτήσουν λοιπόν οι Σπαρτιάτες την ηγεμονία της Πελοποννήσου έπρεπε να εξασθενήσουν και να ταπεινώσουν το Άργος. Επιχείρησαν, πράγματι, μακροχρόνια στρατιωτική και διπλωματική επίθεση εναντίον του. Το 550 π.Χ. κατέλαβαν με τη βία τα Κύθηρα και τα παράλια του Μαλέα, που ήταν κτήσεις του Άργους. Γύρω στο 546 π.Χ. μετά από σκληρό αγώνα πήραν από το Άργος τις περιοχές της Κυνουρίας και της Θυρέας.
Η κρίσιμη στρατηγική σημασία των περιοχών αυτών ανάγκασε τους Αργείους, όταν συνήλθαν από τις ήττες, να επιχειρήσουν καταστρεπτικό πόλεμο για την ανάκτηση της Κυνουρίας. Την περίοδο αυτή (520 – 487 π.Χ.) βασίλευε στη Σπάρτη ένας ικανός, θαρραλέος και σκληρός άνδρας, ο Κλεομένης ο Α’, γιος του Αναξανδρίδα του 15ου του  βασιλικού οίκου των Αγιαδών.  
Ο Κλεομένης αποφάσισε να ξεκαθαρίσει οριστικά με τους Αργείτες κατακτώντας την πόλη τους και προετοίμασε με κάθε λεπτομέρεια την επιχείρησή του. Δεν παρέλειψε μάλιστα να ζητήσει και σχετικό χρησμό από το Μαντείο των Δελφών, που του απάντησε ότι θα κυριεύσει το Άργος.[10] Γύρω στο 500 π.Χ. ο Κλεομένης εκστρατεύει εναντίον του Άργους και φθάνει στον ποταμό Ερασίνο, που κατά τον Ηρόδοτο ξεκινάει από τη λίμνη Στυμφαλία, χύνεται σ’ ένα κρυφό χάσμα και αναφαίνεται στο Άργος.[11]
Ο Κλεομένης, τηρώντας πιστά τα θρησκευτικά έθιμα για να διασφαλίσει την επιτυχία της εκστρατείας του, θυσίασε στον ποταμό Ερασίνο, αλλά η θυσία δεν του έδωσε καλά σημεία και αναγκάστηκε να πάρει το στρατό του και να υποχωρήσει στη Θυρέα, στην περιοχή του Άστρους. Εκεί θυσίασε έναν ταύρο στη θάλασσα, επιβίβασε το στρατό σε πλοία και αποβιβάστηκε στην περιοχή της Σήπειας, μεταξύ Ναυπλίου και Τίρυνθας. Οι Αργείοι έσπευσαν να στρατοπεδεύσουν στη Σήπεια, απέναντι από το Στρατό των Σπαρτιατών, χωρίς να φοβούνται την αναμέτρηση, παρά μόνο μήπως νικηθούν με δόλο από τους Σπαρτιάτες, γιατί όταν απειλήθηκαν από τον Κλεομένη ζήτησαν και πήραν χρησμό από την Πυθία, που έλεγε:[12]
 «Όταν η θηλυκή νικήσει τον αρσενικό,
τον διώξει και δοξασθεί ανάμεσα στους Αργείους,
τότε πολλές Αργείτισσες θα ξεσχίσουν τα μάγουλά τους,
ώστε κάποτε να πει κάποιος μεταγενέστερος άνθρωπος:
ο φοβερός τριπλοτυλιγμένος όφις χάθηκε νικημένος από δόρυ».
Θηλυκή για τους Αργείους ήταν η Σήπεια και αρσενικός ο Κλεομένης,[13] αλλά φοβόντουσαν το φοβερό όφι, το δόλο, γι’ αυτό αποφάσισαν να ακολουθούν πιστά τα σήματα του κήρυκα των αντιπάλων, για να μην εξαπατηθούν. Ό,τι έλεγε ο κήρυκας να κάνουν οι Σπαρτιάτες, το ίδιο έκαναν και οι Αργείοι. Ο πανέξυπνος Κλεομένης όμως αντελήφθη την τακτική των Αργείων και παράγγειλε κρυφά στους στρατιώτες του να πάρουν τα όπλα και να ετοιμασθούν για επίθεση, όταν ο κήρυκας δώσει το σύνθημα για μεσημεριανό φαγητό, για «άριστον».[14]
Έτσι, όταν ο κήρυκας έδωσε σήμα για φαγητό, οι Αργείοι κάθισαν για συσσίτιο και οι Λακεδαιμόνιοι τους επιτέθηκαν αιφνιδιαστικά και οι Αργείοι ζαλισμένοι από τον αιφνιδιασμό δεν πρόλαβαν  να αντισταθούν. Οι περισσότεροι σκοτώθηκαν, ενώ όσοι γλύτωσαν κατέφυγαν στο πυκνό άλσος της Σήπειας, που οι Αργείτες  το θεωρούσαν ιερό, γιατί ήταν αφιερωμένο στον Άργο, γιο του Δία και της Νιόβης και διάδοχο του βασιλιά Φορωνέα, από τον οποίο πήρε και η πόλη το όνομά της. Ο Κλεομένης, μια και ήταν ανόσιο να εισβάλει με το στρατό του στο ιερό άλσος, μεταχειρίστηκε και πάλι το δόλο για να εξοντώσει τους αποκλεισμένους Αργείους.
Πληροφορήθηκε από αυτομόλους Αργείους, που είχε κοντά του, τα ονόματα όσων είχαν αποκλεισθεί στο ιερό άλσος και έστειλε τον κήρυκα να τους καλεί ονομαστικά να βγουν λέγοντάς τους ότι είχε πάρει τα λύτρα για την απελευθέρωσή τους. Πενήντα Αργείτες που ανταποκρίθηκαν στην πρόσκληση και βγήκαν έξω τους συνέλαβε ο Κλεομένης και τους σκότωσε. Κάποια στιγμή όμως ένας από τους αποκλεισμένους στο πυκνό άλσος Αργείους ανέβηκε σ’ ένα δέντρο και είδε τι γινόταν έξω.
Από κείνη τη στιγμή σταμάτησαν να βγαίνουν έξω αυτοί που προσκαλούνταν. Τότε ο Κλεομένης διέταξε τους είλωτες να συσσωρεύσουν φρύγανα γύρω από το άλσος και κατόπιν έβαλε φωτιά και το έκαψε μαζί με τους αποκλεισμένους Αργείους. Την ώρα που καιγόταν το Άλσος ο Κλεομένης ρώτησε έναν αυτόμολο σε ποιον είναι αφιερωμένο και, όταν εκείνος του απάντησε ότι είναι αφιερωμένο στον Άργο, πίστεψε ότι αυτό ήταν το «Άργος» που του είχε πει ο χρησμός ότι θα κυριεύσει και αναφώνησε με αναστεναγμό.[15] «Απόλλωνα που δίνεις τους χρησμούς, πόσο με εξαπάτησες λέγοντάς μου ότι θα κυριεύσω το Άργος! Καταλαβαίνω ότι ο χρησμός που μου ’δωσες ξεπληρώθηκε».
Ήρα, η πολιούχος θεά του Άργους
Οι Αργείτες πάντως αποδεκατίστηκαν απ’ όλο το μάχιμο ανδρικό πληθυσμό τους, αφού σκοτώθηκαν στη Σήπεια επτά χιλιάδες επτακόσιοι εβδομήντα επτά Αργείοι κατά τον Πλούταρχο και τον Πολύαινο[16] ή πέντε χιλιάδες κατά τον Παυσανία ή έξι χιλιάδες κατά τον Ηρόδοτο. Μετά απ’ αυτά, σύμφωνα με τον Ηρόδοτο[17] που φαίνεται ότι αντλεί τις πληροφορίες του από Σπαρτιατικές πηγές, ο Κλεομένης διέταξε το μεγαλύτερο μέρος του στρατού του να επανέλθει στη Σπάρτη και με χίλιους μόνο επίλεκτους πήγε στο Ηραίον του Άργους για να θυσιάσει.
Ο ιερέας της Ήρας του το απαγόρευσε λέγοντας ότι δεν είναι όσιο να θυσιάζουν οι ξένοι και ο Κλεομένης διέταξε τους είλωτες να τον μαστιγώσουν και θυσίασε δια της βίας. Το άγαλμα της θεάς τότε έβγαλε φωτιά από το στήθος και όχι από το κεφάλι, όπως έπρεπε, και ο Κλεομένης κατάλαβε ότι η θεά δεν ήταν διατεθειμένη να αφήσει απροστάτευτο το Άργος και επανήλθε στη Σπάρτη χωρίς να επιχειρήσει επίθεση στο Άργος.
Εκεί κατηγορήθηκε από τους εχθρούς και τους αντιπάλους του ότι δωροδοκήθηκε για να μην καταλάβει το Άργος, αλλά υποστηρίζοντας στην απολογία του πως πίστεψε ότι εκπληρώθηκε ο χρησμός του Δία με την κατάληψη του ιερού του Άργου και ότι αποτράπηκε με τη στάση της Ήρας από την κατάληψη του Άργους, έπεισε τους εφόρους, που ανήκαν άλλωστε στην παράταξή του, και τον αθώωσαν με μεγάλη πλειοψηφία. Η διήγηση αυτή απέβλεπε προφανώς να δικαιολογήσει τους Σπαρτιάτες και τον Κλεομένη για την αποτυχία τους να κυριεύσουν το Άργος μετά τη νίκη τους στη Σήπεια.
Πιστότερα την πραγματικότητα όμως φαίνεται να απεικονίζουν ο Παυσανίας και ο Πολύαινος,[18] που αποδίδουν τη σωτηρία του Άργους στον ηρωικό ρόλο της ποιήτριας Τελέσιλλας. Σύμφωνα μ’ αυτές τις πηγές, λοιπόν, ο Κλεομένης μετά τη νίκη του στη Σήπεια βάδισε εναντίον του Άργους, που ήλπιζε ότι θα το κυριεύσει εύκολα απογυμνωμένο από τους άνδρες υπερασπιστές του.
Το Άργος κινδύνευε άμεσα με μόνους  υπερασπιστές τους γέρους, τα παιδιά και της γυναίκες κάθε ηλικίας. Την κρίσιμη αυτή στιγμή η ποιήτρια Τελέσιλλα συγκέντρωσε τους γέρους, τα παιδιά και τις γυναίκες του Άργους, τους έδωσε κάθε λογής όπλο που βρήκε στα σπίτια και τους ναούς, τόξα και βέλη, κοντάρια, ασπίδες, μαχαίρια, σπαθιά, ξύλα και πέτρες, και τις παρέταξε στα τείχη και τις επάλξεις έτοιμες για αντίσταση. Όταν πλησίασαν οι Σπαρτιάτες, είδαν τις Αργείτισσες απτόητες μπροστά τους και την Τελέσιλλα στραμμένη προς τον ουρανό να αναπέμπει δεήσεις στους θεούς: «Ω Άρτεμη, ω Απόλλωνα! Βοηθήστε μας να σώσουμε την πατρίδα!».
Αιφνιδιάστηκαν φυσικά από την αυτοσχέδια καθοδηγήτρια, που έδινε το σύνθημα του συναγερμού και τις κατευθύνσεις για την άμυνα του Άργους, και βρέθηκαν σε δίλημμα φοβερό: Αν έκαναν επίθεση και τις σκότωναν, θα γίνονταν μισητοί και άνανδροι που σκότωσαν γυναίκες. Αν αποτύγχαναν στην επίθεσή τους, θα ήταν καταγέλαστοι που ξακουστοί πολεμιστές αυτοί νικήθηκαν από γυναίκες με επικεφαλής, μάλιστα, μια ποιήτρια, την Τελέσιλλα. Δοκίμασαν να τις τρομάξουν με αλαλαγμούς και αντάρα, αλλ’ αυτές στέκονταν ακλόνητες στις επάλξεις.
Έκαναν κάποιες επιθέσεις εναντίον τους, αλλά οι γυναίκες τις απέκρουσαν. Τελικά οι περήφανοι Σπαρτιάτες του Κλεομένη αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν για να βγουν από το αδιέξοδο με ακέραιη την αξιοπρέπειά τους.[19] Τελικά το Άργος δεν έπεσε! Σώθηκε από τον ηρωισμό των γυναικών του και τη γενναιότητα της έξοχης ποιήτριας Τελέσιλλας, που διέψευσε μ’ αυτό τον τρόπο πανηγυρικά το γνωστό αξίωμα «η τέχνη για την τέχνη». Γι ̉αυτή την πράξη της θαυμάστηκε η Τελέσιλλα και μνημονεύεται πιο πολύ από τις αρχαίες πηγές. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι υστέρησε στην ποιητική δημιουργία.
Αντίθετα η Τελέσιλλα είχε αφοσιωθεί με πάθος στην ποίηση και στη μουσική μετά το χρησμό που πήρε από το θεό και μ’ αυτή τη δραστηριότητά της κατάφερε όχι μόνο να δυναμώσει το σώμα της και να αποκαταστήσει την υγειά της, αλλά και να τη θαυμάσουν όλοι οι Αργείτες και, προπαντός, οι Αργείτισσες για την «ποιητική» της. Φαίνεται ότι ο ενθουσιασμός που προκαλούσε με τα ποιήματά της ήταν εκείνος με τον οποίο κατάφερε, ως άλλος Τυρταίος, τις γυναίκες, τα παιδιά και τους γέρους να υπερασπισθούν οπλισμένοι τα τείχη της πατρίδας τους που κινδύνευε. Τα ποιήματά της έφεραν τον τίτλο «άσματα» και ήταν ύμνοι προορισμένοι για χορούς, κυρίως παρθένων, ένα ποιητικό είδος που το εκτιμούσαν πολύ στην εποχή της. Τις λυρικές αυτές δημιουργίες της αφιέρωνε στις μούσες και στους θεούς Άρτεμη και Απόλλωνα, που ήταν οι κυριότεροι εμπνευστές της.
Δυστυχώς,[20] από τα ποιήματα αυτά σωθήκαν ελάχιστα μόνο αποσπάσματα και άλλες πληροφορίες για το έργο της από έμμεσες πηγές. Από μια επιγραφή της Επιδαύρου, που αναφέρει ο Παυσανίας,[21] μαθαίνουμε ότι «στην κορυφή του όρους Κορυφός (ή Κόρυφον, νοτιοανατολικά του ιερού της Επιδαύρου υπάρχει ιερό της κορυφαίας Αρτέμιδος, το οποίο μνημονεύει σε κάποιο ποίημα της η Τελέσιλλα».
 Απ’ αυτό, πιθανόν, το άσμα έχουν σωθεί δύο μόνο στίχοι:[22]                  
«Την Άρτεμη τραγουδήστε, κόρες,
που αποφεύγει τον Αλφειό…»
Από τους στίχους αυτούς μπορούμε να συμπεράνουμε ότι το ποίημα ήταν εμπνευσμένο από το μύθο για τον ποταμό Αλφειό. Σύμφωνα, λοιπόν, μ’ αυτό το μύθο, ο Αλφειός, που λατρευόταν στην αρχαιότητα σαν προσωποποιημένος θεός με τεράστιες ικανότητες πλουτοδοσίας, ένιωθε για την Άρτεμη ασίγαστο ερωτικό πάθος.[23] Η θεά, κόρη του Δία και δίδυμη αδελφή του Απόλλωνα, για να μην πέσει στα χέρια του Αλφειού, άλειφε με λάσπη το πρόσωπό της και τα πρόσωπα των Νυμφών που τη συνόδευαν, και ο Αλφειός δε μπορούσε να την αναγνωρίσει. Ο θρύλος του ερωτοχτυπημένου Αλφειού με την Άρτεμη, που τον απέφευγε, ήταν, φαίνεται, η αιτία που  την Άρτεμη στην περιοχή  της Ηλείας την ονόμαζαν «Αλφειούσα, Αλφειαία, Αλφειωνία ή Ποταμία». Και την εικόνα της φυγής της θεάς συνθέτει με έμμετρο τρόπο το δίστιχο της Τελέσιλλας.
Σύμφωνα με άλλη πληροφορία[24] η Τελέσιλλα είχε συνθέσει μια ωδή για τον Απόλλωνα, που ονομαζόταν «Φιληλιάς», αυτός δηλ. που αγαπάει τον Ήλιο. Το άσμα αυτό το τραγουδούσαν, ίσως, οι εργάτες, όταν πήγαιναν  με συννεφιά στα χωράφια να δουλέψουν και παρακαλούσαν τον ήλιο να βγει από τα σύννεφα και να ζεστάνει την ατμόσφαιρα.[25]
Κάποιο άλλο ποίημα της Τελέσιλλας πρέπει να ήταν αφιερωμένο στη Νιόβη και στα παιδιά της, γιατί ο Απολλόδωρος[26] μας δίνει την πληροφορία ότι «από τα αγόρια της Νιόβης σώθηκε ο Αμφίων και από τα κορίτσια η Χλωρίς η μεγαλύτερη, που την παντρεύτηκε ο Νηλέας, σύμφωνα όμως με την Τελέσιλλα σώθηκαν ο Αμύκλας και η Μελίβοια, που  σκότωσαν με τόξο τον Αμφιώνα». Από το ποίημα όμως αυτό της Τελέσιλλας δε σώθηκε ούτε λέξη!
Κατά πάσα πιθανότητα η Τελέσιλλα είχε συνθέσει και ένα ποίημα για τους γάμους του Δία με την Ήρα, αν κρίνουμε από ένα σχόλιο στο στίχο 64 του ποιήματος του Θεόκριτου «Συρακόσιαι ή Αδωνιάζουσαι», που περιέρχεται σε ένα πάπυρο (αρ.1487 Ρ.), και αναφέρει ότι «όλα τα ξέρουν οι γυναίκες, ακόμα και πως ο Δίας παντρεύτηκε την Ήρα».[27] Τον υπαινιγμό αυτό τον αποδίδουν στη Τελέσιλλα.
Το μοναδικό ποίημα της Τελέσιλλας που σώθηκε ολόκληρο και μάλιστα όχι σε πάπυρο, αλλά ως επιγραφή χαραγμένη σε λίθο του 3ου ή 4ου μ.Χ. αιώνος, που βρέθηκε στο ιερό του Ασκληπιού στην Επίδαυρο, είναι ένας ύμνος στη «μητέρα των θεών», που αξίζει να τον παραθέσουμε, όπως μας παραδόθηκε στο αρχαίο κείμενο, και σε μετάφραση:[28]

[Ματρί Θεών]                                             [Στη Μητέρα των Θεών]
                                                                        
Ω Μνημόσυνας κόραι                                    Κόρες της Μνημοσύνης
Δευρ’ έλθετε απ’ ωρανώ                                ελάτε εδώ απ’ τον ουρανό
και μοι συναείσατε                                        και τραγουδήστε μαζί μου
ταν ματέρα των θεών,                                   τη μητέρα των θεών,
ως ήλε πλανωμένα                                        που ήρθα, αφού περιπλανήθηκα
κατ’ ώρεα και νάπας                                      στα όρη και στις πηγές
σύρουσα αβρόταν κόμαν,                              με ανεμοπαρμένα τα μαλλιά
κατωρημένα φρένας.                                     ξετρελαμένη στα βουνά.
Ο Ζεύς δ’ εσιδών άναξ                                   Και ο βασιλιάς ο Δίας σαν είδε
ταν Ματέρα των θεών,                                  τη μητέρα των θεών
κεραυνόν έβαλλε και                                     έριξε κεραυνό και
τα τύμπαν’ ελάμβανε,                                    πήρε τα τύμπανα,
πέτρας διέρρησε και                                      έσπασε τα βράχια
τα τύμπαν’ ελάμβανε                                     και πήρε τα τύμπανα.
Μάτηρ, άπιθ’ εις θεούς,                                 -Μητέρα, φύγε στους θεούς
και μη κατ’ όρη πλανώ,                                  και μη γυρνάς στα όρη,
μη σε χαροποί λέον-                                      γιατί τ’ άγρια λιοντάρια
τες ή πολιοί λύκοι                                          και οι γκρίζοι οι λύκοι
[έδωσι πλανωμέναν.]                                    [θα σε φάνε κυνηγημένη.]
και ουκ άπειμι εις θεούς,                                -Δε θα φύγω στους θεούς
αν μη τα μέρη λάβω,                                     αν δεν πάρω μερίδια,
το μεν ήμισυ ουρανώ,                                    το μισό απ’ τον ουρανό,
το δε ήμισυ Γαίας,                                         τ’ άλλο μισό απ’ τη γη,
πόντω το τρίτον μέρος˙                                 το τρίτο μέρος απ’ τη θάλασσα,
χούτως απελεύσομαι,                                     κι έτσι θ’ αποχωρήσω.
χαιρ’ ω μεγάλα άνα                                       -Χαίρε, μεγάλη βασίλισσα,
σα Μάτερ Ολύμπω.                                        Μητέρα του Ολύμπου.


Στους 28 στίχους του ποιήματος, που σώθηκαν σχεδόν αυτούσιοι, εξιστορείται με γλαφυρότητα η δραματική περιπλάνηση της Μητέρας των θεών, της Ρέας Κυβέλης, που σε έξαλλη κατάσταση διεκδικεί από το Δία μερίδιό της απ’ τα μέρη του κόσμου, τον Ουρανό, τη γη, και τη θάλασσα. Ο μύθος για τη σύγκρουση του Δία με τη μητέρα του, τη Ρέα, που δε μας είναι γνωστός από αλλού, φαίνεται ότι είναι πνευματικό δημιούργημα της Τελέσιλλας. Ευρηματική, λοιπόν, η ποιήτρια στο θέμα της πλάθει ένα μεγαλειώδη μύθο με έντονο το τραγικό στοιχείο στην περιγραφή της και με απλό ύφος, που η παρεμβολή όμως λόγου και αντίλογου του δίνουν εξαιρετική ζωηράδα.
Αοιδός με τη λύρα του
Αξιοσημείωτα στοιχεία είναι η επίκληση στις εννέα Μούσες, τις Κόρες της Μνημοσύνης και του Δία, στην αρχή του ποιήματος, επίκληση που συνεχίζει την παράδοση του Ομήρου και άλλων επικών ή λυρικών ποιητών, που συνήθιζαν να επικαλούνται τη βοήθεια κάποιας θεάς ή μούσας για να ολοκληρώσουν με επιτυχία το έργο τους, η έντονη φυσικότητα με την οποία αναφέρεται στο πάθος της θεάς, στη φύση και στα άγρια θηρία, η ειλικρινής αφοσίωση στους θεούς με ψυχική ευγένεια και ευαισθησία και ένας αδιόρατος τόνος απαισιοδοξίας που διακρίνεται στο πείσμα και την επιμονή της Ρέας, αλλά και του Δία.
Τα στοιχεία αυτά, που χαρακτήριζαν, προφανώς, όλα τα ποιήματά της, έκαναν  τον αρχαίο σχολιαστή του Ομήρου να σημειώσει[29] ότι η Τελέσιλλα και ο Ξενοφών είναι υποδείγματα αρετής και καλοκαγαθίας.
Η γλώσσα της Τελέσιλλας ήταν λυρική κοινή γλώσσα της εποχής με μικρές αποκλίσεις. Όλα σχεδόν τα ποιήματά της ήταν μελικά, τονίζουν δηλ. για να τραγουδιούνται˙ το σπουδαιότερο όμως ήταν ότι είχε καθιερώσει δικό της ποιητικό μέτρο με εναλλαγή μακρών και βραχέων συλλαβών[30] που οι Αλεξανδρινοί φιλόλογοι του έδωσαν το όνομά της, γιατί το βρήκαν μοναδικό, το ονόμασαν δηλ. «Τελεσίλλειον».
Η Τελέσιλλα όμως δεν έμεινε, δυστυχώς, γνωστή από την ποίησή της, αλλά από το κατόρθωμά της να σώσει το Άργος κατά τη διάρκεια του Κλεομενικού πολέμου. Δεν έπαψε πάντως να συγκινεί με την προσωπικότητά της και μεταγενέστερους ανθρώπους. Αμέσως μετά την απόκρουση των Σπαρτιατών στη μάχη του 494 π.Χ. στο Άργος, για να θυμούνται τον ηρωισμό και τη νίκη της Τελέσιλλας και των γυναικών του Άργους, έχτισαν ένα ναό του Ενυαλίου, του πολεμικού δηλαδή, του Φονικού Άρη, ο οποίος στο Άργος  μάλιστα εθεωρείτο ως θεός των γυναικών.[31]Προς τιμή του Ενυαλίου και των γυναικών που πολέμησαν για την πατρίδα τους έκαναν κάθε χρόνο, στην επέτειο της μάχης, μια γιορτή, που τη ονόμαζαν «Υβριστικά».
Στη γιορτή αυτή οι γυναίκες φορούσαν ανδρικά ενδύματα και οι άνδρες γυναικεία, για να θυμίζουν το κατόρθωμα των ανίσχυρων γυναικών, που αντιμετώπισαν τους αρειμάνιους Σπαρτιάτες πολεμιστές και τους ανάγκασαν να υποχωρήσουν. Η αλλαγή, βέβαια, αυτή των ενδυμάτων σχετίζεται με γαμήλιο θρησκευτικό έθιμο όχι μόνο του Άργους, αλλά και της Σπάρτης, της Κύπρου και άλλων πόλεων, σύμφωνα με το οποίο την πρώτη νύχτα του γάμου η νύφη φορούσε ανδρικό χιτώνα και τεχνητό γένειο, ενώ ο γαμπρός ντύνονταν γυναικεία και έκοβε τα μαλλιά του. Στο Άργος πάντως το έθιμο είχε συνδεθεί με τη Τελέσιλλα. Ο Πλούταρχος μάλιστα αναφέρει[32] ότι ψήφισαν και νόμο που επέβαλε στις Αργείτισσες να φορούν τεχνητό πώγωνα, όταν κοιμούνται με τους άνδρες τους!
Ο νόμος αυτός εξηγείται από το γεγονός ότι μετά τη μάχη της Σήπειας και τον αποδεκατισμό των Αργείων ανδρών αναγκάστηκαν στο Άργος, για να αντιμετωπίσουν τη λειψανδρία, να παραχωρήσουν το δικαίωμα του πολίτη σε αρκετούς περίοικους,[33] και οι γνήσιες Αργείτισσες που παντρεύτηκαν έπρεπε να τους θυμίζουν μ’ αυτό τον τρόπο την ταπεινή καταγωγή και την κατωτερότητα τους. Ο Παυσανίας, εξάλλου, αναφέρει[34] ότι πάνω από το αρχαίο θέατρο του Άργους είδε ένα ιερό της Αφροδίτης και μπροστά στο άγαλμά της μια στήλη με ανάγλυφη παράσταση της λυρικής ποιήτριας Τελέσιλλας. Η ποιήτρια παρουσιαζόταν εκεί με τα βιβλία της σκορπισμένα στα πόδια της και μ’ ένα κράνος στο χέρι, που ετοιμαζόταν να το φορέσει.
Με τη στήλη αυτή, που δυστυχώς δε σώθηκε, οι Αργείοι τίμησαν την Τελέσιλλα και της απέδωσαν εύγλωττα τα δυο χαρακτηριστικά, που την έκαναν αξιοθαύμαστη, την ποιητική της τέχνη με τα βιβλία και την ηρωική προσφορά της στην πατρίδα με το κράνος.
Να προσθέσουμε ότι στο αρχοντικό του Τσώκρη στο Άργος βρίσκεται μέχρι σήμερα ανάγλυφο γυναίκας εντοιχισμένο κάτω από τον κεντρικό εξώστη του κτηρίου. Παριστάνει γυναικεία μορφή που στέκεται όρθια πάνω στους κοθόρνους της, φοράει δωρική εσθήτα με μακρές πτυχές και κρατάει με το δεξί της χέρι ένα στεφάνι. Μπροστά της βρίσκεται ένα μικρό παιδί γυμνό, που με το αριστερό του χέρι κρατάει το ριγμένο στην πλάτη μανδύα του και με το δεξί του χέρι προσπαθεί να πάρει το στεφάνι από τη γυναίκα, αλλά δεν το  φτάνει.
Ορισμένοι έχουν υποστηρίξει[35] ότι το ανάγλυφο αυτό παριστάνει την ποιήτρια Τελέσιλλα σε υπερήφανη δωρική στάση και το παιδί, που είναι μπροστά της, συμβολίζει τη φτερωτή ευφυΐα. Σύμφωνα με άλλες απόψεις[36] το ανάγλυφο αυτό δεν έχει καμιά σχέση με την Τελέσιλλα, αλλά είναι επιτύμβιο, που παριστάνει τη νεκρή μητέρα με το νεκρικό στεφάνι στο χέρι, και το ζωντανό ορφανό παιδί της, που δε μπορεί να φθάσει το στεφάνι, όπως δεν μπορεί να πλησιάσει τη νεκρή μητέρα του. Αν πρόκειται βέβαια για παράσταση της Τελέσιλλας, θα είναι η μοναδική που έχει διασωθεί μέχρι σήμερα, αφού ένα άλλο άγαλμα της Τελέσιλλας που αναφέρεται[37] ότι είχε κατασκευάσει ο περίφημος Αθηναίος αγαλματοποιός Νικήρατος, σύγχρονος του Περικλή και του Αλκιβιάδη, δε βρέθηκε πουθενά.
Μπορεί, λοιπόν, τα μνημεία και το ποιητικό έργο της Τελέσιλλας να μη σώθηκαν, το όνομά της όμως, η προσωπικότητα και η δράση της δε ξεχάστηκαν για πολλούς αιώνες, αφού μνημονεύεται, όπως είδαμε, από μια σειρά αρχαίους συγγραφείς (Ηρόδοτος, Αριστοτέλης, Πλούταρχος, Παυσανίας, Απολλόδωρος, Αθήναιος, Λουκιανός, Πολύαινος κ.α.), που φτάνουν ως το 2ο μ.Χ. αιώνα. Από κει και πέρα ήταν φυσικό εξαιτίας της έλλειψης άμεσων πηγών να ατονήσει η μνήμη και το ενδιαφέρον για την ηρωική αυτή λυρική ποιήτρια. Το όνομά της, πάντως, δεν ξεχάστηκε από τους Αργείτες.
Μνημονεύεται και σήμερα σε μια μικρή πλατεία στην αρχή της οδού Ινάχου, μετά τους «Πέντε Δρόμους», που έχει ονομασθεί «Πλατεία Τελέσιλλας» και αναγράφεται σε σχετική πινακίδα. Θα μπορούσε η εργασία αυτή να προκαλέσει την ευαισθησία των σημερινών συμπατριωτών της Τελέσιλλας, για να αποκαταστήσουν τη μνήμη της; Μια προτομή της Αργείας λυρικής ποιήτριας Τελέσιλλας στη ομώνυμη σημερινή πλατεία του Άργους θα αποτελούσε όχι μόνο ένδειξη σεβασμού της πνευματικής παράδοσης, αλλά και πολιτιστική περιουσία για την  πόλη του Άργους. Το χαμένο άγαλμα της Τελέσιλλας, που περιγράφει ο Παυσανίας, λύνει τα πρακτικά προβλήματα, που θα μπορούσε να συναντήσει κανείς επικαλούμενος την έλλειψη προτύπου για τη μορφή της ποιήτριας.
 ΠΗΓΗ: Περιοδικό Ελλέβορος , Αλέξης Α. Τότσικας, 1994, τεύχος 11