ΓΝΩΜΗ

"ΩΣ ΑΕΙ ΤΟΝ ΟΜΟΙΟΝ ΑΓΕΙ ΘΕΟΣ ΩΣ ΤΟΝ ΟΜΟΙΟΝ"
Όμηρος, Οδύσσεια
Όπως πάντοτε τον όμοιον οδηγεί ο Θεός ως τον όμοιον
(Απόδοση Νότα Κυμοθόη)


Κυριακή 15 Ιουνίου 2008

Η ΓΛΥΚΙΑ ΜΟΥΡΙΑ ΜΟΥ: Γράφει Νότα Κυμοθόη, αφιέρωμα στον πατέρα μου


Η ΓΛΥΚΙΑ ΜΟΥΡΙΑ ΜΟΥ*Άδεια Creative Commons
Αυτό το εργασία χορηγείται με άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση-Όχι Παράγωγα Έργα 4.0 Διεθνές .
 Γράφει η Νότα Κυμοθόη
αφιέρωμα στον πατέρα μου

Είχε φυτέψει ο πατέρας μου, δυο μουριές, για να μας κρατούν σκιά τα καυτά καλοκαίρια. Τις ποτίζαμε μαζί κι εκείνες θεριέψανε. Θέλανε αρκετό νερό, ήλιο κι...αγάπη. Γίνανε δέντρα όμορφα με πλατιά φυλλωσιά και κάνανε μαύρα κι άσπρα μούρα, που δεν έτρωγε κανένας. Μόνο εγώ και τα...πουλιά. Σκαρφάλωνα λοιπόν πιτσιρίκι στις μουριές και εκεί ήταν το σπίτι μου. Έρχονταν τα σπουργίτια και έκλεβαν τα μούρα. Κάπου-κάπου ξεθάρευε κι ερχόταν κι ένα κοτσίφι. Τι όμορφο που ήταν! Όχι πως τα σπουργίτια ήταν άσχημα. Αλλά να, εκείνο είχε ένα κατακίτρινο ράμφος και ήταν κατάμαυρο. Και τα σπουργίτια ήταν πολύ ζηλιάρικα. Όλο μάλωναν μεταξύ τους. Λες και μοίραζαν τα μούρα σε δίκαιο μίρασμα. Δεν καταλάβαινα στην αρχή τη γλώσσα τους, αλλά έτσι όπως μεταμορφώθηκα κι εγώ, σαν πουλί έγινα, ανάμεσα στα κλαδιά και στη φυλλωσιά της μουριάς τόσα χρόνια, στο τέλος άρχισα να καταλαβαίνω. Τσιριτρί και τσιριτρό είχαν χορτάσει τ' αυτιά μου κι αυτά, μήτε που νοιάζονταν που είχαν ακροάτρια. Σαν κουτσομπόλες έκαναν και δώστου καυγάδες και τσιμπίματα σωρό και ξεπουπουλιάσματα και κυνηγητό, ώσπου έφτανε μια μεγάλη καρακάξα με τη στριγλή λαλιά της κι εξαφανίζονταν αμέσως στο λεπτό. Εκείνη διάλεγε τις πιο μεγάλες και γλυκιές μούρες κι έτρωγε με την ησυχία της. Έτρωγα κι εγώ τις πιο ώριμες, σαν ησύχαζε το κεφάλι μου από τα σπουργιτομαλώματα. Τέτοια μεγάλη γλύκα...έχω να νοιώσω από τότε... Κι όταν βαριόμουν τα άσπρα μούρα, πήγαινα σιγά-σιγά στην άλλη μουριά με τα μαύρα μούρα. Αλλά εκεί ήταν το μεγάλο μου πρόβλημα. Γιατί τα μαύρα μούρα έβαφαν τα χέρια μου και τα μάγουλά μου. Έβαφαν το φόρεμά μου και τα πόδια μου. Μιλάμε...δεν μπορούσα να κρυφτώ πουθενά...Αλλά, όσο κι αν μάλωνε η μαμά μου, τόσο εγώ δεν άκουγα. Κι είχε γίνει το καλοκαίρι, ένας πραγματικός εφιάλτης, για τη μαμά μου κυρίως, που είχε ψύχωση με την καθαριότητα. Έριχνε νερό με το λάστιχο να ξεπλυθούν τα μούρα από την αυλή, φώναζε που λέρωνα το καθαρό μου φουστάνι και στρίγγλιζε να μην ανεβαίνω στη μαύρη μουριά. Κι έτσι, για να την κάνω ευτυχισμένη καθόμουν συνεχώς πάνω στη λευκή μουριά. "Θα στοιχιώσεις εκεί πάνω", έλεγε η μαμά μου. "Κατέβα κάτω να φάμε, νύχτωσε". Αλλά εγώ δεν άκουγα. Και τι να φάω δηλαδή; Μήτε φαγητό ήθελα , μήτε τίποτα. Είχα φάει όλη τη μέρα τόσα πολλά μούρα, που είχε πριστεί το στομάχι μου και είχα λιγωθεί μόνο από δίψα και κατέβαινα κι έβαζα το στόμα μου στο λάστιχο κι έπινα κι έπινα νερό και δε χόρταινα. Τέτοια καλοκαίρια αξέχαστα, μου χάρισαν οι μουριές...κι ιδιαίτερα η λευκή "γλυκιά μουριά μου"
* Η ΓΛΥΚΙΑ ΜΟΥΡΙΑ ΜΟΥ, Γράφει ηΝότα Κυμοθόη© Nota Kimothoi
artnotakymothoe
Copyright:Νότα Κυμοθόη 2008 .

Δεν υπάρχουν σχόλια: